- σκορπιακός
- -ή, -όν, Α [σκορπίος]1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε σκορπιό («σκορπιακὴ ἀντίδοτος» — αντίδοτο για το δάγκωμα από σκορπιό, Γαλ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκορπιακόνφάρμακο που δρα ως αντίδοτο στο δάγκωμα σκορπιού.
Dictionary of Greek. 2013.