σκορπιακός

σκορπιακός
-ή, -όν, Α [σκορπίος]
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε σκορπιό («σκορπιακὴ ἀντίδοτος» — αντίδοτο για το δάγκωμα από σκορπιό, Γαλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκορπιακόν
φάρμακο που δρα ως αντίδοτο στο δάγκωμα σκορπιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκορπιακά — σκορπιακός of neut nom/voc/acc pl σκορπιακά̱ , σκορπιακός of fem nom/voc/acc dual σκορπιακά̱ , σκορπιακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορπιακῆς — σκορπιακός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορπιακή — σκορπιακός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”